ἔκβολα

ἔκβολα
ἔκβολος
thrown out
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐκβολάν — ἐκβολά̱ν , ἐκβολή throwing out fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκβολος — ἔκβολος, ον (Α) 1. αυτός που ρίχτηκε έξω ή μακριά, ο απόβλητος 2. μάταιος, ανίσχυρος, άχρηστος 3. ξεχωρισμένος 4. διωγμένος 5. το ουδ. ως ουσ. το ἔκβολον α) απόρριμμα, απόβλημα β) στον πληθ. «ναὸς ἔκβολα» τα λείψανα ναυαγισμένου πλοίου που… …   Dictionary of Greek

  • κἀκβολάς — ἐκβολάς , ἐκβολάς anything thrown out fem nom sg ἐκβολά̱ς , ἐκβολή throwing out fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκβολάς — anything thrown out fem nom sg ἐκβολά̱ς , ἐκβολή throwing out fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”